ΓΕΝΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ

Η Γενική Ιατρική είναι μία από τις 38 Ιατρικές Ειδικότητες που θεσπίσθηκε στην Ελλάδα το 1960 (Π.Δ 4111/1960), ατόνισε για διάφορους λόγους και ενεργοποιήθηκε ουσιαστικά το 1986.  Ο  τίτλος της απονέμεται μετά από 5ετή εκπαίδευση του ιατρού  στους κύριους τομείς της ιατρικής επιστήμης,  ( παθολογίας , χειρουργικής, μαιευτικής και γυναικολογίας, παιδιατρικής, ψυχικής υγείας, οφθαλμιατρικής, δερματολογίας κ.α.) και κατόπιν  επιτυχούς συμμετοχή του  στις εξετάσεις Ιατρικής Ειδικότητας.

Ο Ειδικός Γενικός Ιατρός είναι ο πρώτος γιατρός στον οποίο μπορεί να απευθυνθεί κάποιος για οποιοδήποτε πρόβλημα οξείας ή χρόνιας ασθένειας που απασχολεί αυτόν  και την οικογένειά του. Αντιμετωπίζει τον ασθενή του ως ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο και όχι ως ένα μεμονωμένο  οργανικό σύστημα π.χ μόνο το πεπτικό ή το καρδιαγγειακό κλπ,  κατά περίπτωση. Παραδείγματος χάριν, ο γενικός γιατρός δε θα θεωρήσει την  ισχιαλγία   ως μία αμιγώς νοσολογική οντότητα της σπονδυλικής στήλης περιορίζοντας τη θεραπευτική του παρέμβαση στη  χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής.  Θα  συνυπολογίσει και κατ’ επέκταση θα διερευνήσει τους παράγοντες συννοσηρότητας, όπως  μια ήπια νεφρική ανεπάρκεια, ένα έλκος στομάχου ή οτιδήποτε άλλο, παράγοντες που ενδεχομένως να τον κατευθύνουν στην αποφυγή ή την τροποποίηση της ενδεδειγμένης φαρμακευτικής αγωγής. Θα λάβει ακόμη υπόψη του τις συνήθειες και τις συνθήκες της καθημερινότητας του ασθενούς του, συμπεριλαμβάνοντας την ψυχοσωματική αλλά και την κοινωνική συμπεριφορά του. Εν ολίγοις, προσεγγίζει την ασθένεια ολιστικά.

Η 5ετής εκπαίδευσή του παρέχει στον Ειδικό Γενικό Γιατρό τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει διαγνωστικά και στη συνέχεια θεραπευτικά το 80-90% των θεμάτων υγείας, όπως τα χειρουργικά (μικροεπεμβάσεις), καρδιολογικά, αγγειολογικά, αναπνευστικά, γαστρεντερολογικά, λοιμώδη, ανοσολογικά, μυοσκελετικά, νευρολογικά, δερματολογικά, νεφρολογικά, ουρολογικά, γυναικολογικά, ουρογεννητικά, παιδιατρικά, χρόνια νοσήματα, παθήσεις της σφαίρας ΩΡΛ, οφθαλμολογικά, θέματα ψυχικής υγείας, γηριατρικά, παρηγορητική φροντίδα (σε νόσους τελικού σταδίου) και φυσικά τα επείγοντα περιστατικά! Το γεγονός αυτό διευκολύνει τον ασθενή, δεδομένου ότι δε χρειάζεται να  επισκεφθεί πολλούς ιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων.

Επιγραμματικά, ορισμένες αρμοδιότητες ενός ειδικού Γενικού οικογενειακού γιατρού είναι η:

  • Διάγνωση και θεραπεία ασθενειών, τραυματισμών και άλλων καταστάσεων υγείας.
  • Συνταγογράφηση φαρμάκων ή άλλων μορφών θεραπείας για τους ασθενείς.
  • Παραγγελία, εκτέλεση και ερμηνεία εργαστηριακών εξετάσεων και διαγνωστικών απεικονίσεων.
  • Παροχή προληπτικής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών εξετάσεων, των διαγνωστικών ελέγχων και των συμβουλών υγείας,  σχετικά με τη διατροφή, την άσκηση, την υγιεινή και τον τρόπο ζωής.
  • Τήρηση λεπτομερειακού ιατρικού αρχείου όλων των επισκέψεων, διαγνώσεων, θεραπειών και αποτελεσμάτων εξετάσεων των ασθενών.

Παράλληλα, ο Ειδικός Γενικός Ιατρός είναι σε θέση να αναγνωρίζει πότε ο ασθενής χρειάζεται ειδική φροντίδα και παραπομπή στον άλλης ειδικότητας ιατρό (για περαιτέρω εξειδικευμένο έλεγχο) ή σε άλλους επαγγελματίες υγείας. Με  τη συντονισμένη αντιμετώπιση ο ασθενής έχει την καλύτερη δυνατή φροντίδα και ελαχιστοποιείται η ταλαιπωρία του.

Τέλος, με έμφαση χρειάζεται να τονισθεί ότι ο Ειδικευμένος Γενικός γιατρός γνωρίζει όλο το αναμνηστικό και οικογενειακό του ιστορικό του ασθενούς του. Ανάμεσά τους  αναπτύσσεται μία σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κατανόησης, που βασίζεται στη μακροπρόθεσμη παρακολούθησή του. Έτσι, ο γενικός γιατρός γίνεται για τον κάθε ασθενή «ο γιατρός του», με τον οποίο μπορεί να συζητήσει τα πάντα για την υγεία του και ταυτόχρονα να παρακολουθεί όλη την οικογένεια. Στο πλαίσιο αυτό ενημερώνει τον ασθενή σχετικά με τακτικές προληπτικές εξετάσεις εξατομικευμένα και  προτείνει   τις επιθυμητές  αλλαγές στον τρόπο ζωής, ώστε να αποτρέψει την ασθένεια, προτού αυτή αναπτυχθεί, ακολουθώντας τη ρήση του Ιπποκράτη:  «Το δε προνοείν και προλαµβάνειν κρείττον εστί του θεραπεύειν».